- γαλβανίζω
- γαλβάνισα, γαλβανίστηκα, γαλβανισμένος1. καλύπτω με την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος ένα μέταλλο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου: Γαλβανισμένος σίδηρος (επικαλυμμένος με ψευδάργυρο).2. μτφ., μαγεύω, γοητεύω, ενθουσιάζω: Με τη ρητορική του ικανότητα γαλβάνισε το ακροατήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.