γαλβανίζω

γαλβανίζω
γαλβάνισα, γαλβανίστηκα, γαλβανισμένος
1. καλύπτω με την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος ένα μέταλλο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου: Γαλβανισμένος σίδηρος (επικαλυμμένος με ψευδάργυρο).
2. μτφ., μαγεύω, γοητεύω, ενθουσιάζω: Με τη ρητορική του ικανότητα γαλβάνισε το ακροατήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαλβανίζω — γαλβανίζω, γαλβάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γαλβανίζω — 1. ηλεκτρίζω κάποιο σώμα χρησιμοποιώντας ηλεκτρική στήλη 2. επενδύω με την επίδραση τού ηλεκτρικού ρεύματος μετάλλινο αντικείμενο με λεπτό στρώμα άλλου μετάλλου 3. μεταδίδω σε κάποιον τον ενθουσιασμό μου για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • αγαλβάνιστος — η, ο [γαλβανίζω] αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν επιδέχεται γαλβανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”